- επιγουνίς
- ἐπιγουνίς, η (Α)1. μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο2. επιγονατίδα3. γόνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν-ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. τού γόνυ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιγουνίς — part above the knee fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδα — ἐπιγουνίς part above the knee fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδας — ἐπιγουνίς part above the knee fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδες — ἐπιγουνίς part above the knee fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδι — ἐπιγουνίς part above the knee fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδος — ἐπιγουνίς part above the knee fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγουνίδων — ἐπιγουνίς part above the knee fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγουνίδιος — ἐπιγουνίδιος, ον (Α) [επιγουνίς] (για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα τής μητέρας, τής τροφού κ.λπ … Dictionary of Greek